ωοζωοτοκία

ωοζωοτοκία
η, Ν [ωοζωοτόκος]
βιολ. τρόπος αναπαραγωγής πολλών ειδών εντόμων, ψαριών και ερπετών, κατά τον οποίο το θηλυκό άτομο παράγει αβγά που παραμένουν και εκκολάπτονται μέσα στον οργανισμό του και στη συνέχεια γεννάει τα εκκολαφθέντα νεογνά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ωοζωοτόκος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωοζωοτοκία 2. (συν. το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωοζωοτόκα βιολ. τα ζώα που πολλαπλασιάζονται με ωοζωοτοκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + ζωοτόκος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”