- ωοζωοτοκία
- η, Ν [ωοζωοτόκος]βιολ. τρόπος αναπαραγωγής πολλών ειδών εντόμων, ψαριών και ερπετών, κατά τον οποίο το θηλυκό άτομο παράγει αβγά που παραμένουν και εκκολάπτονται μέσα στον οργανισμό του και στη συνέχεια γεννάει τα εκκολαφθέντα νεογνά.
Dictionary of Greek. 2013.